ινκόγκνιτο

ινκόγκνιτο
και ινκόγνιτο
επίρρ.
1. (για προσωπικότητες) ανεπίσημα, ιδιωτικά
2. (για πράξεις) κρυφά, μυστικά
3. (ως άκλιτο ουσ.) η μυστικότητα πράξης ή ενέργειας ενός επίσημου προσώπου, ο ανεπίσημος χαρακτήρας («επέμεινε να διατηρήσει το ινκόγκνιτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. incognito < λατ. incognitus «άγνωστος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Καμπρά, Αντρέ — (André Campra, Εξ αν Προβάνς 1660 – Βερσαλίες 1744). Γάλλος συνθέτης. Από την παιδική του ηλικία ήταν μέλος της εκκλησιαστικής χορωδίας. Αργότερα, μετά τη σύνθεση ενός μονέτου, επιδόθηκε σε συστηματικότερες μουσικές σπουδές, ενώ εργάστηκε ως… …   Dictionary of Greek

  • ινκόγνιτο — και ινκόγκνιτο επίρρ. (λ. ιταλ.), ανεπίσημα, κρυφά: Ο βασιλιάς της Σουηδίας πέρασε ινκόγνιτο από τη χώρα μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”