- ινκόγκνιτο
- και ινκόγνιτοεπίρρ.1. (για προσωπικότητες) ανεπίσημα, ιδιωτικά2. (για πράξεις) κρυφά, μυστικά3. (ως άκλιτο ουσ.) η μυστικότητα πράξης ή ενέργειας ενός επίσημου προσώπου, ο ανεπίσημος χαρακτήρας («επέμεινε να διατηρήσει το ινκόγκνιτο»).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. incognito < λατ. incognitus «άγνωστος»].
Dictionary of Greek. 2013.